σκέδαση

σκέδαση
η / σκέδασις, -άσεως, ΝΑ [σκεδάννυμι]
σκόρπισμα, διασκορπισμός («σκέδασις ὕδατος», Ιπποκρ.)
νεοελλ.
1. φυσ. α) η μεταβολή τής διεύθυνσης ενός κινούμενου σωματιδίου ως αποτέλεσμα τής σύγκρουσής του με ένα άλλο σωματίδιο
β) η διαδικασία τής αλληλεπίδρασης μεταξύ κβαντονίων, τα οποία τείνουν να συγκρουστούν, προερχόμενα από μεγάλες μεταξύ τους αποστάσεις και όταν γίνεται αναφορά στην κυματική φύση τους, σε αντιδιαστολή προς τη σύγκρουση όταν γίνεται αναφορά στα σωματιδιακά χαρακτηριστικά τους
γ) οποιαδήποτε μεταβολή τής διεύθυνσης κίνησης ή τής ενέργειας ενός ατομικού πυρήνα ως αποτέλεσμα τής σύγκρουσής του με έναν άλλο ατομικό πυρήνα ή άλλο σωματίδιο
2. φρ. α) «ελαστική σκέδαση»
φυσ. σκέδαση κατά την οποία η συνολική ενέργεια τών σκεδαζόμενων πυρήνων ή σωματιδίων ή η φύση τους δεν μεταβάλλεται ως συνέπεια τής αλληλεπίδρασης
β) «ανελαστική σκέδαση»
φυσ. σκέδαση κατά την οποία ένα μέρος τής κινητικής ενέργειας μετατρέπεται σε ενέργεια διέγερσης τού σκεδαζόμενου πυρήνα ή κατά την οποία τα στοιχειώδη σωματίδια που αλληλεπιδρούν μεταβάλλουν τη φύση τους μετά από την αλληλεπίδραση
γ) «πολλαπλή σκέδαση»
φυσ. φαινόμενο που συνίσταται σε μια ακολουθία συγκρούσεων τις οποίες υφίσταται τυχαία ένα σωματίδιο με τους πυρήνες και τα ηλεκτρόνια τών ατόμων τής ύλης την οποία διασχίζει
δ) «εμβαδόν σκέδασης»
φυσ. το ένα έκτο τού μέσου όρου τών τετραγώνων τών αποστάσεων που διανύονται από ένα σωματίδιο ανάμεσα στις χρονικές στιγμές τής εκπομπής του και τής απορρόφησής του μέσα σε ένα ομογενές μέσον άπειρων διαστάσεων
ε) «μήκος σκέδασης»
φυσ. η τετραγωνική ρίζα τού εμβαδού σκέδασης
αρχ.
1. διάλυση
2. διασκέδαση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκεδάσῃ — σκεδάσηι , σκέδασις a scattering fem dat sg (epic) σκεδάννυμι scatter aor subj mid 2nd sg σκεδάννυμι scatter aor subj act 3rd sg σκεδάννυμι scatter fut ind mid 2nd sg σκεδά̱σῃ , σκεδάω scatter aor subj mid 2nd sg (doric aeolic) σκεδά̱σῃ , σκεδάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μπρόκχαουζ, Μπέρτραμ — (Bertram Brockhouse, Λέθμπριτζ 1918 ). Καναδός φυσικός. Σπούδασε φυσική στο Πανεπιστήμιο της Βρετανικής Κολούμπια και συνέχισε για διδακτορικό τίτλο στο εργαστήριο φυσικής χαμηλών θερμοκρασιών του Πανεπιστημίου του Τορόντο. Έχοντας ολοκληρώσει… …   Dictionary of Greek

  • γεγονός — Είναι η πράξη, το συμβάν, επίσης η πραγματικότητα, η αλήθεια. (Φυσ.) Θεμελιώδης έννοια της φυσικής. Ένα γ. καθορίζεται όχι μόνο από τη θέση αλλά και από τον χρόνο που συνέβη. Μερικά παραδείγματα γ. είναι η εκπομπή σωματίων ή φωτεινών λάμψεων… …   Dictionary of Greek

  • εξασθένηση — (Φυσ.). Η προοδευτική ελάττωση της έντασης ενός φυσικού μεγέθους στον χώρο (π.χ. της έντασης του ήχου, της έντασης της ακτινοβολίας κλπ.). Κάθε μορφή ακτινοβολίας, όταν διέρχεται μέσα από ένα υλικό, παρουσιάζει μετά την έξοδό της από αυτό… …   Dictionary of Greek

  • σκεδασμός — ο, ΝΜΑ σκέδαση («πρὸς σκεδασμὸν τῆς ἡμῶν ἐμβολῆς», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκεδασ τού αορ. ἐ σκέδασ α τού σκεδάννυμι + κατάλ. μός (πρβλ. κρεμασ μός)] …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία — Γενικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται όλες οι ακτινοβολίες που, διαδιδόμενες στον χώρο, μεταφέρουν ενέργεια με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών διαταράξεων του πεδίου. Τα διάφορα είδη ακτινοβολίας χαρακτηρίζονται με βάση τις συχνότητές τους… …   Dictionary of Greek

  • ιονισμός (του ατόμου) — Φαινόμενο κατά το οποίο ένα άτομο, αρχικά ουδέτερο, μετατρέπεται σε ένα ιόν, που έχει ένα ή περισσότερα ηλεκτρικά φορτία, καθώς ένας αριθμός ηλεκτρονίων, που περιφέρονταν αρχικά γύρω από τον πυρήνα του, έχει διαφύγει της έλξης και κινούνται,… …   Dictionary of Greek

  • κοσμική σκόνη — Εξωγήινα σωματίδια που βρίσκονται σε όλες τις περιοχές του Διαστήματος. Το μέγεθός τους κυμαίνεται από ελάχιστο έως εκείνο των μεγάλων μετεωριτών. Τα σωματίδια αυτά βρίσκονται επίσης στους κρατήρες που υπάρχουν πάνω στις επιφάνειες της Σελήνης… …   Dictionary of Greek

  • Κράμερς, Χέντρικ Άντονι — (Hedrick Anthony Kramers, Ρότερνταμ 1894 – Έγκστγκεεστ 1952). Ολλανδός φυσικός. Υπήρξε καθηγητής της θεωρητικής φυσικής στο πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης (1926), έπειτα στο πανεπιστήμιο του Λέιντεν και ασχολήθηκε με θεωρητικές μελέτες πάνω στην… …   Dictionary of Greek

  • μικροκύματα — Τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα των οποίων η περιοχή μήκους κύματος εκτείνεται κατά προσέγγιση μεταξύ μερικών δεκάτων και μερικών χιλιοστών του μέτρου (από εδώ προέρχεται και η ονομασία των κυμάτων: δεκατομετρικά, εκατοστομετρικά και χιλιοστομετρικά) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”